- σπόριο
- Μικροσκοπικό όργανο, μονοκύτταρο ή όχι, της αγενούς αναπαραγωγής των θαλλόφυτων, βρυόφυτων, πτεριδόφυτων, που γι’ αυτό ονομάζονται από μερικούς και σποριόφυτα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα φυτά τα λεγόμενα σπερματόφυτα, στα οποία η αναπαραγωγή γίνεται με σπέρματα.
Τα σ. μπορούν να σχηματιστούν μέσα σε ειδικά μητρικά κύτταρα, κατάλληλα να τα περιβάλλουν (σποριάγγεια), από τα οποία βγαίνουν όταν ωριμάσουν. Τα σ. αυτά λέγονται ενδογενή ή ενδοσπόρια ή σποραγγειοσπόρια. Αντίθετα, εξωγενή ή εξωσπόρια λέγονται αυτάπου παράγονται εξωτερικά ή φαινομενικά εξωτερικά, όπως τα κονΐδια των μυκήτων. Τα ενδοσπόρια μπορεί να είναι ακίνητα (απλανοσπόρια) γιατί στερούνται βλεφαρίδων, ή κινητά με βλεφαρίδες (ζωοσπόρια ή πλανοσπόρια κλπ.). Υμνοσπόρια ή χλαμιδοσπόρια ή κύστεις λέγονται τα σ. που για να αποχτήσουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, σε δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος, διαθέτουν μια σκληρή μεμβράνη και μένουν, για αρκετή περίοδο σε λήθαργο (διαχειμάζοντα σπόρια). Υπάρχουν και άλλα που παράγονται εγγενώς όπως τα ωοσπόρια των ωομυκήτων, τα ζυγοσπόρια των ζυγομυκήτων, και τα ασκοσπόρια και βασιδιοσπόρια αντίστοιχα των ασκομυκήτων και βασιδιομυκήτων. Ως προς τη μορφή διακρίνονται σε σφαιρικά, τριγωνικά, σκωλεικοειδή και μακρόστενα.
* * *το, Ν1. (βιολ.-βοτ.) αναπαραγωγικό κύτταρο που είναι ικανό να αναπτύσσεται σε νέο άτομο χωρίς να ενωθεί με ένα άλλο αναπαραγωγικό κύτταρο, κύτταρο που παράγεται από τα βακτήρια, τους μύκητες και τα πράσινα φυτά2. φρ. α) «εναέριος πληθυσμός σπορίων»βιολ. ο πληθυσμός τών μεταφερόμενων με τον αέρα σωματιδίων βιολογικής προέλευσηςβ) «αποτύπωμα σπορίων»(μυκητ.) το σχέδιο που αφήνουν τα απελευθερούμενα από έναν ώριμο πίλο βασιδιοκαρπίου σπόρια, όταν το σχέδιο αυτό τοποθετηθεί σε επίπεδη επιφάνειαγ) «εκρηκτική ελευθέρωση σπορίων»(μυκητ.) η ελευθέρωση τών ασκοσπορίων από τα αποθήκια ορισμένων δισκομυκήτων η οποία πραγματοποιείται υπό μορφή έκρηξης με σύγχρονη και μαζική διάρρηξη τών ώριμων ασκών και εκτίναξη τών ασκοσπορίων σε μορφή μικρού νέφους ή καπνού και συνοδεύεται από χαρακτηριστικό ήχοδ) «γενεά σπορίων»(φυτοπαθ.) ο βιολογικός κύκλος ενός παρασίτου, ο οποίος περιλαμβάνει τα στάδια τής μόλυνσης τού ξενιστή, τής επώασης, τής εκδήλωσης τών συμπτωμάτων και τού σχηματισμού νέας καρποφορίαςε) «ελευθέρωση σπορίων»(φυτοπαθ.) απόσπαση τών σπορίων μυκήτων από τις καρποφορίες τουςστ) «πληθυσμός σπορίων» — πληθυσμός τών σπορίων που μεταφέρεται με τον άνεμο ή το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος. Η λ., στον λόγιο τ. σπόριον, μαρτυρείται, από το 1845 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.